κραταιρινος

κραταιρινος
    κραταίρινος
    κρᾰταί-ρῑνος
    2
    с крепкой кожей, защищенный скорлупой
    

(χελώνη Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κραταιρινος" в других словарях:

  • κραταίρινος — κραταίρινος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινό ρινος, οστρακό ρινος] …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • κραταιρίνοιο — κραταιρί̱νοιο , κραταίρινος hard shelled masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»